αἴγειος

αἴγειος
αἴγειος, α, ον,
A of a goat, αἴγειον κνῆ τυρόν Il.11.639, Hp.Nat.Mul. 38; ἀσκῷ ἐν αἰγείῳ in a goat's skin, Il.3.247; αἰγείη κυνέη a helmet of goatskin, Od.24.231; γάλα αἴ. Arist. HA522a23; κρέα αἴ. Hp.Acut. (Sp.) 49.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αίγειος — αἴγειος, εία, ειον (Α) (επικ. εκτεταμ. τ. αντί τού αἴγεος) 1. αυτός που ανήκει στην αίγα ή προέρχεται από αίγα, γιδίσιος, κατσικίσιος 2. ο κατασκευασμένος από δέρμα κατσίκας, από γιδοτόμαρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ + επίθημα ειος. ΣΥΝΘ. μσν. αἴγειο… …   Dictionary of Greek

  • Αἴγειος — of a goat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγειος — of a goat masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγείων — Αἴγειος of a goat fem gen pl Αἴγειος of a goat masc/neut gen pl Αἰγεῖον temple of Aegeus neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείων — αἴγειος of a goat fem gen pl αἴγειος of a goat masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἴγειον — Αἴγειος of a goat masc acc sg Αἴγειος of a goat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγειον — αἴγειος of a goat masc acc sg αἴγειος of a goat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγείαις — Αἴγειος of a goat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείαις — αἴγειος of a goat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αἰγείη — Αἴγειος of a goat fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγείη — αἴγειος of a goat fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”